κρέσσων

κρέσσων
κρέσσων (-ων, -ονα), -ονες, -όνων, -ονας; -ον acc., -όνων.)
a of people, stronger.
I

κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15

καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ I. 4.34

c. gen. comp., κ]ρέσσονᾳ[ (cf. Σ, ὑπερ]άνω τῶν χρημ[άτων) ?fr. 346a. 1.
II pro subs., higher powers (cf. Bischoff, Gnomen, 14.)

νεῖκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ' ἄπορον O. 10.39

χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων (i. e. ἡ πρὸς τοὺς κρείττονας ἔρις. Σ.) N. 10.72
b of things, greater, superior

πένθος δὲ πίτνει βαρὺ κρεσσόνων πρὸς ἀγαθῶν O. 2.24

οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες pr. N. 3.30

κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ I. 8.34

c. gen. comp., κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος (v. l. κρέσσον) P. 1.85 κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε pr. P. 5.109 πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις, ἔχων κρέσσονα πλούτου μέριμναν above P. 8.92 ἐντί τοι φίλιπποί τ' αὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες above N. 9.32

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρέσσων — κρέσσων, ον (Α) ιων. τ. βλ. κρείσσων …   Dictionary of Greek

  • κρέσσων — κρείσσων stronger masc/fem nom comp sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρείσσων — και κρείττων, ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, ον, δωρ. τ. κάρρων, ον, κρητ. τ κάρτων, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ ἄπορον», Πίνδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή… …   Dictionary of Greek

  • οικτιρμός — ο (ΑΜ οικτιρμός) οίκτος, ευσπλαγχνία, συμπάθεια, λύπηση («κρέσσων οἰκτιρμοῡ φθόνος», Πίνδ.) αρχ. στον πληθ. οἱ οἰκτιρμοί συναισθήματα οίκτου («καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτίρω + κατάλ. μός …   Dictionary of Greek

  • kar-3, redupl. karkar- —     kar 3, redupl. karkar     English meaning: hard     Deutsche Übersetzung: under likewise “hart”     Material: O.Ind. karkara “rough, hard” = Gk. κάρκαροι τραχεῖς Hes., O.Ind. karkasa “rough, hard” (also karaka m., “hail”?); presumably Gk.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • better be envied than pitied — Cf. PINDAR Pythian Odes I. 163 κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, envy is stronger than pity; HERODOTUS Hist. iii. 52 φθονέεσθαι κρέσσον ἐστὶ ἢ οἰκτείρεσθαι, it is better to be envied than to be pitied; mid 15th cent. Fr. trop plus vaut estre envié… …   Proverbs new dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”